αλαφροκαρδιά

αλαφροκαρδιά
η радость, ликование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλαφροκαρδιά" в других словарях:

  • αλαφροκαρδιά — η [αλαφρόκαρδος] ελαφρότητα τής καρδιάς, αμεριμνησία, ξενοιασιά …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόκαρδος — η, ο αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + καρδιά. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»